Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Τριγωνισμός

    Η νότια πλευρά της μικρής επαρχιακής πόλης φωτιζόταν κάθε τόσο από τις αστραπές μιας -συνηθισμένης για την εποχή- μπόρας. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Μερικά σπίτια διατηρούσαν ακόμα κάποια ίχνη ζωής με τη μορφή φωνών ή χαχανητών. Στα περισσότερα, ωστόσο, αντηχούσε η σιγή του ύπνου.
    Σε εκείνα τα λίγα τετραγωνικά του πρώτου ορόφου της οδού Κ. τις σκιές δημιουργούσε μια λάμπα του δρόμου πίσω από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα. Ο μόνος ήχος ένα ρυθμικό τικ... τακ... τικ... τακ... Στο δικό του το σπίτι ο Μηνάς είχε αποφύγει επιτυχώς για χρόνια να στολίσει κάποιον τοίχο με παρεμφερές αντικείμενο. 

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Αιγαίου άγος

«Άνθρωπος στη θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα.»
Ακούστηκε μια φωνή. Θα 'τανε γύρω στις δέκα.
Τρεις καμαρότοι έφτασαν δίπλα στην πηγή της πληροφορίας.
«Ειδοποιήστε τον καπετάνιο.» είπε ο ένας. Μάλλον ήταν ανώτερος.
Το λιμενικό έφτασε με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν είχαν ξεμπαρκάρει πολύ ώρα από το λιμάνι της Ρόδου.
Κόσμος είχε μαζευτεί τώρα στο πάνω κατάστρωμα του καραβιού.
«Λαθρομετανάστης ήτανε. Τον μάζεψε το λιμενικό. Θα γίνουν έρευνες και για άλλους. Αν ήταν ένας, θα υπάρχουν κι άλλοι.»
Διάφορες εικασίες και λόγια πλανιόνταν στην ατμόσφαιρα. Η ανακοίνωση του πλοιάρχου στα μεγάφωνα υπήρξε κρίσιμη για το πλήθος.
«Τόση καθυστέρηση...»
«Πόση;»
«Ε...»
«Πωπω... τι ώρα θα φτάσουμε; Τι ταλαιπωρία κι αυτή σήμερα...»

Στο μεταξύ ένας άνθρωπος, όχι πολύ μακριά, ήλπιζε απλά να φτάσει κάπου ζωντανός.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Στον καθρέφτη

Τα φύλλα φθίνουν.
τα φύλλα δυναμώνουν.
Ο άνεμος ουρλιάζει.
Ο ήλιος κρύβεται,
ο ήλιος ανεβαίνει.

Κρατιέμαι. Κρατιέσαι;
Είμαι εδώ. Που είσαι;
Θέλω να σου μοιάσω.
Όχι, μη με ακούς.
Ψέματα σου λέω.

Θέλεις να μου μοιάσεις.
Έχω αυτό που σου λείπει.
Τα φύλλα,
ο άνεμος,
ο ήλιος.
Εγώ είμαι.

Ο εαυτός που φοβάσαι.


http://ekpoiisi.blogspot.gr/2015/11/blog-post_79.html

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Συνάντηση

Πλησίαζε έξι. Σε λίγη ώρα θα έπρεπε να φύγει. Η κίνηση στον κεντρικό δρόμο δεν έλεγε να σταματήσει. Αν και μέσα από τον περίφρακτο χώρο, μπορούσε να ακούσει τη βιασύνη των οδηγών. Μια ακόμα μέρα έφτανε στο τέλος της. Όλοι αυτοί εκεί έξω επέστρεφαν. Γυρνούσαν σε κάποιον. Είτε το αποκαλούσαν οικογένεια, είτε απλά “σπίτι”.
Εκείνη ήταν εδώ. Καθόταν σε ένα πέτρινο κάθισμα, αφήνοντας τα λίγα δέντρα του χώρου πίσω της.. Ήταν άβολο, αλλά δεν είχε πολλές επιλογές. Άλλωστε δεν την ενοχλούσε αυτό. Μάλιστα, ίσως να μην της είχε περάσει καν απ' το μυαλό. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν ένας άντρας. Νεαρός στα μάτια της. Δεν μιλούσαν. Όχι πια. Είχαν πολλά να πουν, αλλά οι λέξεις ήταν λίγες. Θυμήθηκε τη μέρα που γνωρίστηκαν. «Δημήτρης» είχε πει και πρότεινε το χέρι του.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

25η ώρα


        Πλησίασε στα κάγκελα του μπαλκονιού. Έριξε μια ματιά στο βαθύ μπλε του ουρανού, που ήταν ακόμα μακριά. Τα σύννεφα θα αργούσαν να φύγουν, να το φέρουν και εδώ. Κοίταξε κάτω. Το οδόστρωμα ήταν ακόμα βρεγμένο από την καλοκαιρινή μπόρα που τελείωσε πριν από λίγη ώρα. Η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία δημιουργούσε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ή μήπως δεν ήταν αυτός ο λόγος που δε μπορούσε να ανασάνει;
Ήθελε να φύγει. Αναρωτήθηκε γιατί δεν το είχε ήδη κάνει. Τι γύρευε ακόμα στην Αθήνα; Μια ξαφνική νοσταλγία για το ξένο την σκούντηξε.
Ήταν από αυτές τις φορές που ευχήθηκε να μην είχε κανέναν. Να μπορούσε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν. «Αχάριστη». Το έλεγε στον εαυτό της καθημερινά. «Οι νευρώσεις σου πληγώνουν όσους σε αγαπάνε και σε νοιάζονται.»

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Κρον

   
 Έτρεξε γρήγορα κάτω από ένα υπόστεγο. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερο το σώμα του από τις ριπές της βροχές που έριχνε ο παγωμένος αέρας. Προσπαθούσε να ελευθερώσει με προσοχή τα μάτια του. Είχε χάσει τους συντρόφους του. Ένιωθε ένα σφίξιμο στο στήθος και η ανάσα του είχε γίνει δύσκολη. Που ήταν; Δεν κυκλοφορούσε κανείς τριγύρω.
     Τους είχε ειδοποιήσει. Τους είχε πλησιάσει και προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως δεν είχαν χρόνο. Τα πόδια του έτρεμαν. Μάλλον έδινε μεγαλύτερη σημασία σε αυτό, παρά στο να τους πιέσει λίγο περισσότερο. Δεν είχαν χρόνο. Κοιτούσε τον ουρανό με μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο, αλλά κανείς τους δεν τον καταλάβαινε. Ήξερε πως η βροχή που ερχόταν δεν θα ήταν υπέρ τους. Η μειωμένη ορατότητα θα τους δυσκόλευε να μείνουν ενωμένοι. Πόσο μάλλον να πάρουν αυτή την εκδίκηση που λαχταρούσε. Δεν του έδωσαν σημασία. Χάζευαν και σχολίαζαν τους περαστικούς.
     Καθυστέρησαν τόσο πολύ. Τώρα είναι αργά. Πρέπει να οργανώσουν την επίθεσή τους απ' την αρχή. Σταμάτησε να τους ψάχνει με τα μάτια. Έπρεπε να προστατεύσει το εαυτό του. Μπροστά του πέρασε ένα ζευγάρι. Κατευθύνονταν προς ένα καταφύγιο. Ήταν αγκαλιασμένοι κάτω από την ομπρέλα και έμοιαζαν να μην τους νοιάζει τόσο πολύ. Θυμήθηκε την Ντέλα. Τράβηξε το υγρό του βλέμμα και θύμωσε περισσότερο. Γιατί του την είχαν πάρει τόσο σκληρά και άδικα από κοντά του; Για αυτήν θα έκανε τα πάντα. Δάκρυσε. Ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα, αρκεί να έπαιρνε την εκδίκηση του.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Βίος ανθόσπαρτος

Η Στέλλα Τριάντη προσπαθούσε να οδηγήσει το κορμί της ελπίζοντας σε καταφύγιο. Οι τιράντες της μπλούζας της αγκομαχούσαν από την προσπάθεια να τη κρατούν στη θέση της, να μη λιγοψυχήσουν. Τα μαλλιά της είχαν λυθεί. Είχε προσπαθήσει να τα περιμαζέψει, σαν τη μάνα μια ντουζίνα παιδιά, αλλά γρήγορα παράτησε κάθε προσπάθεια και εμπιστεύτηκε την πρωτοβουλία τους. Της πήρε λίγη ώρα να φτάσει στο σπίτι της μάνας της, δυο τετράγωνα πιο πέρα. Δεν ήξερε ούτε κι η ίδια γιατί πήγαινε εκεί. Πότε ήταν η τελευταία φορά που την περιέθαλψε η γυναίκα αυτή, αντί να την πετάξει πάλι πίσω;