Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Τριγωνισμός

    Η νότια πλευρά της μικρής επαρχιακής πόλης φωτιζόταν κάθε τόσο από τις αστραπές μιας -συνηθισμένης για την εποχή- μπόρας. Οι δρόμοι είχαν αδειάσει λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Μερικά σπίτια διατηρούσαν ακόμα κάποια ίχνη ζωής με τη μορφή φωνών ή χαχανητών. Στα περισσότερα, ωστόσο, αντηχούσε η σιγή του ύπνου.
    Σε εκείνα τα λίγα τετραγωνικά του πρώτου ορόφου της οδού Κ. τις σκιές δημιουργούσε μια λάμπα του δρόμου πίσω από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα. Ο μόνος ήχος ένα ρυθμικό τικ... τακ... τικ... τακ... Στο δικό του το σπίτι ο Μηνάς είχε αποφύγει επιτυχώς για χρόνια να στολίσει κάποιον τοίχο με παρεμφερές αντικείμενο. 

    Το να γνωρίζει την ώρα ανά πάσα στιγμή του προκαλούσε ένα ανεξήγητο σφίξιμο στο λαιμό. Τον τάραζε η επιμονή των ανθρώπων να μετρούν κάθε στιγμή της ζωής τους. Θεωρούσε πως είναι ένας εθισμός στην καταπίεση. Να μπορείς να μετράς τη ζωή σου μόνο μέσα από ένα συγκεκριμένο ήχο, μία καθορισμένη μονοτονία.
    Τώρα, όμως, η ώρα είχε σημασία. Μπορούσε να μετρήσει κάθε τικ και κάθε τακ. Έπρεπε να αντιδράσει. Αυτό το διαμέρισμα εξακολουθούσε να του προκαλεί την ίδια αποστροφή με την πρώτη φορά που το επισκέφτηκε. Ένα συναίσθημα πως κάτι κακό θα ακολουθούσε. Και να τώρα που τα πράγματα έφτασαν ως εδώ. Ήταν να αναρωτιέται κανείς τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί;
    Ήταν πραγματικά ερωτευμένος με τον Πέτρο κι ας μη τον γνώριζε πάνω από δυο μήνες. Τόσο που δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά πριν του ζητήσει να μείνουν μαζί. Για λίγες μέρες μόνο θα έπρεπε να μείνουν χώρια. Επίσκεψη από τη μάνα του. Δεν ήταν έτοιμος να της πει… 
    Ο φίλος μιας φίλης, δέχτηκε να φιλοξενήσει τον Πέτρο. Τον Πέτρο του… Δεν ζήλεψε. Γιατί άλλωστε; Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για τον Πέτρο. Τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγες ώρες.
    Η συνείδησή του επέστρεψε βίαια στην πραγματικότητα. Πήρε μια κοφτή ανάσα. Κοίταξε γύρω του. Όλη αυτή την ώρα έμοιαζε σαν να αιωρείται κοντά στο σώμα του. Όχι πολύ ψηλά ή πολύ μακριά. Αν μπορούσε έστω να κουνήσει ένα μυ από το μουδιασμένο κορμί του, να κάνει μια κίνηση... Αν μπορούσε να διαλευκάνει αν τα χέρια του είναι βαριά γιατί είναι κουρασμένος σε ένα όνειρο ή υπάρχει κάτι που δεσμεύει την κίνηση του στην πραγματικότητα…
    Γύρισε το κεφάλι του δεξιά προς την είσοδο και ύστερα κοίταξε κάτω. Τα σπασμένα ποτήρια στο πάτωμα έπαψαν να περνούν απαρατήρητα. Ο καναπές; Δεν ήταν αυτή η αρχική του θέση. Το έβλεπες και από τα σημάδια στον τοίχο… Προσπάθησε να θυμηθεί τι έγινε. Κάθε τικ και κάθε τακ τον απομάκρυνε από την πράξη, αλλά η σκέψη του δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα. Και πώς μπορούσε να σκεφτεί καθαρά με αυτό το ρημάδι το ρολόι στον τοίχο.
     Όπου να 'ναι θα ξυπνήσει. Το νιώθει. Το ξέρει. Έτσι πρέπει. Όταν σου κόβεται η ανάσα, όταν μένεις μουδιασμένος, ακίνητος, λίγο πριν φτάσεις στο τέλος της πτώσης ξυπνάς και από τον χειρότερο εφιάλτη.
   Η βροχή είχε σταματήσει όταν αποφάσισε να περάσει το κατώφλι της εξώπορτας. Γέμισε τα πνευμόνια του με τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Τύλιξε ένα τσιγάρο με τη χούφτα του και το άναψε. Άρχισε να περπατάει. Δυο άντρες κείτονταν αιμόφυρτοι στο πάτωμα που πριν λίγο στεκόταν. Να ήταν δικό του το λάθος; Να ήταν δικό τους; Δεν είχαν νόημα οι δεύτερες σκέψεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου