Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

The porcelain cat

  There was a time that I thought it all started the day my mother died, four or five years ago. Maybe it started a little later, when I met Rena and then Stephan. Maybe it all started a lot earlier, even before my mother got hospitalised. She stayed in the hospital for quite some time and unfortunately -or fortunately, depends on someone's point of view- she had plenty of time knowing how her life would end. So, one of those days, that my life was nothing but going to work and having to deal with the cold walls of an ordinary hospital, a doctor approached me and announced that “sadly, my mother did not make it through this seisure” and of course that he was “so sorry”.
  I recall almost every night those moments. I remember how, for a couple of moments, I couldn't believe it. My mother. My mom. Is dead. I lost her. I was twenty eight and still living with her. I had spend my entire life having her in the next room, at the same room... To take care of me, to look after me. To think of me before herself. My mommy. What am I going to do in my life? How will I go on? She had always been there when I was coming back from school, from college, from work... she was always there waiting for me... always waiting...
  I was standing there just staring at the doctor who kept talking. Something about paerwork thathad to be done and other necessary procedures and if there was anyone to call for help. I had noone. Only a couple of friends, to whom I avoided becoming a burden. Grandparents were not alive anymore and the rest of the relatives, well... they didn't want having anything to do with my mother and that blew back on me. As for my father, he died when I was very young. I barely remember him. Or maybe a child's mind is able to create memories with people only seen in photographs, just so to comfort oneself, to calm down a little bit between two outbursts of someone stronger, whom is unable to cope with.

Read the rest of the story here: 

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Επανάληψη

Δεν έπλυνα τα πιάτα
      -θ’ αρχίσουν να μυρίζουν-
Δεν άδειασα το τασάκι
      -πότε θα κόψω το τσιγάρο;-
Δεν έχω μαγειρέψει
      -τι θα φάω πάλι;-
Δεν έχω ανοίξει τα παράθυρα
      -κάνει κρύο εδώ μέσα-
Κοιμήθηκα και ξύπνησα
      -μόνη σε διπλό κρεβάτι-
Έφτιαξα μόνη τον καφέ μου
      -στη σιωπή τον ήπια-

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Καθημερινότητα

      Σκούπισε τα χέρια της και έκλεισε το μάτι της κουζίνας. Κοίταξε γύρω της να βρει το καπάκι της κατσαρόλας. Κάπου εκεί το είχε αφήσει. Να το. Τώρα είχε να δει το ψητό στο φούρνο, να βγάλει τις μπύρες από την κατάψυξη μη σκάσουνε, να αλλάξει μπλούζα γιατί αυτή λαδώθηκε, να στρώσει τραπέζι σιγά σιγά… Από το διπλανό δωμάτιο η τηλεόραση στη διαπασών. Ντέρμπι: Ολυμπιακός – ΑΕΚ ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων. Άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να ξαναμετράει πόσοι θα καθίσουν, που θα καθίσει ο καθένας... Η τηλεόραση σιώπησε.
- Βάσω, που είναι τα τσιγάρα μου;
- Δεν ξέρω, Τάσο μου. Μήπως είναι στο τραπεζάκι;

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Άδυτο

Καλλιτέχνες δερβίσηδες.
Κουρασμένες ζωές,
γαλουχημένες με αναμονή.
Μυρωδιά φορμόλης
στη σαπίλα της επανάληψής τους.
Όνειρα ίδια, άχρωμα,
δάκρυα κρυσταλλιασμένα,
γέλια μουδιασμένα:
της ευγένειας, της θλίψης, της μανίας.

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Young love

     Ανακάθισε στο κρεβάτι και έβγαλε ένα lucky strike απ' το πακέτο δίπλα της. Το άναψε. Tο κορμί του γυμνό, κατευθυνόταν περήφανο προς στο μπάνιο. Κοίταξε τα ρούχα της, πεταμένα στην απέναντι καρέκλα, στο πάτωμα, κάπως ανακατεμένα με τα δικά του. Πόσο γρήγορα μπορούσε να ντυθεί και να φύγει, πριν να πρέπει να δώσει εξηγήσεις; Το τσιγάρο καιγόταν στα δάχτυλά της, χωρίς να αποφασίζει την κρίσιμη κίνηση.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Έλσα

              Στεκόταν στην άκρη του δρόμου και την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Θα μπορούσε να τη φωνάξει, να της ζητήσει να μην τον αφήσει, να την παρακαλέσει, να… μα, όλες οι λέξεις πέθαιναν πριν φτάσουν στα χείλη του. Του είπε «Αντίο»… Τι νόημα είχαν όλα τα άλλα;
      Μπροστά του, μπροστά της μερικά από τα φώτα της κεντρικής λεωφόρου. Θα την κατασπάραζαν. Θα την έχανε. Έκανε να την ακολουθήσει. Όχι ο ίδιος. Αυτό θα ήταν αδύνατο. Ο πόνος ήταν τέτοιος που μια στιγμή βύθισε τη συνείδησή του στην ανυπαρξία. 
           Οι αισθήσεις του τον εγκατέλειπαν μία μία. Την ακολουθούσαν. Σαν εκείνη να τους έδινε λόγο ύπαρξης. Μόνο το άρωμά της είχε μείνει πίσω, να στοιχειώνει τη μόνη αίσθηση που μπορούσε να ερεθίσει. Γι' αυτό το άρωμα θα μπορούσε να μείνει ξύπνιος ώρες ολόκληρες. Αρκεί να μην το ξεχνούσε.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Το μέτρημα

Τι μέρα ήταν; Άπλωσε το χέρι έξω από την κουβέρτα και ψαχούλεψε πάνω στο κομοδίνο. Ακούστηκαν διάφοροι ήχοι. Μάλλον ήταν διαφημίσεις που μόλις είχαν τελειώσει και τώρα άκουγε κάτι γνώριμες συγχορδίες. Νόμισε ότι της άρεσε αυτό το τραγούδι. Τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά. Δεν ήθελε να αφήσει ακόμα τη ζεστασιά του κρεβατιού και του ονείρου. Σε λίγο ο καφές.

«Τους ανθρώπους στη ζωή μου,
κάθισα να τους μετρήσω»

Οι τελευταίες μέρες δοκίμαζαν τις αντοχές της. Η δουλειά, η οικογένεια, ένας γάμος που έχασε... Έπρεπε να βγει από το σπίτι. Να πάρει κάποιον τηλέφωνο. Όμως, ποιον;

«Τους παρόντες, τους απόντες»