Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Βίος ανθόσπαρτος

Η Στέλλα Τριάντη προσπαθούσε να οδηγήσει το κορμί της ελπίζοντας σε καταφύγιο. Οι τιράντες της μπλούζας της αγκομαχούσαν από την προσπάθεια να τη κρατούν στη θέση της, να μη λιγοψυχήσουν. Τα μαλλιά της είχαν λυθεί. Είχε προσπαθήσει να τα περιμαζέψει, σαν τη μάνα μια ντουζίνα παιδιά, αλλά γρήγορα παράτησε κάθε προσπάθεια και εμπιστεύτηκε την πρωτοβουλία τους. Της πήρε λίγη ώρα να φτάσει στο σπίτι της μάνας της, δυο τετράγωνα πιο πέρα. Δεν ήξερε ούτε κι η ίδια γιατί πήγαινε εκεί. Πότε ήταν η τελευταία φορά που την περιέθαλψε η γυναίκα αυτή, αντί να την πετάξει πάλι πίσω;
Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Προσπαθούσε διακριτικά να αποφύγει τον οίκτο στα μάτια των περαστικών. Τα χέρια της κάλυπταν τις αμυχές στα μπράτσα και το πρόσωπό της είχε κρυφτεί πίσω από μερικές ατίθασες τούφες. Όμως ήξεραν. Όλοι τους. Δεν ήταν στην πρώτη νιότη της πια και τους περισσότερους τους ήξερε από πριν παντρευτεί. Ακούστηκε ένας βόμβος και με μια μικρή ώθηση από μέρους της, η πόρτα άνοιξε.
Η μάνα της την περίμενε στην πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος. Κάποιος, ή μάλλον κάποια, τηγάνιζε. Απροσδιόριστο τι. Της ήρθε αναγούλα. Πως μπορούσε να ζει κάποιος σ' αυτό το βόθρο. Είχε πασχίσει να διαγράψει τις αναμνήσεις της από αυτό το μέρος, αλλά κάθε φορά που επισκεπτόταν τη μητέρα της, τις παρατηρούσε να στήνουν χορό τριγύρω. Για μια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό της μια απεχθής σκέψη: κι εκείνη σε ένα παρόμοιο βόθρο μεγάλωνε τα τρία αγγελούδια της. Εκείνη, όμως, φρόντιζε καθημερινά να αντιμετωπίζει καθετί που της το υπενθύμιζε.
«Τι δουλειά έχεις εδώ σε αυτά τα χάλια; Δε σου έχω πει να μη βγαίνεις έτσι έξω απ' το σπίτι; Τι θα πει ο κόσμος;» Η μάνα της, η κυρία Νίκη, την έβγαλε απότομα από την ονειροπόληση της και της υπενθύμισε που βρισκόταν. Το τελευταίο πράγμα που τις απασχολούσε και τις δυο ήταν το τι θα πει ο κόσμος. Η μία έψαχνε μια αγκαλιά να κουρνιάσει και η άλλη δεν ήθελε να βλέπει τη δική της ζωή να παίζεται μονόπρακτο μέσα στο σπίτι της. Η Στέλλα δεν της μίλησε. Την προσπέρασε χωρίς να την κοιτάξει και μπήκε στο καθιστικό. Δεν ήξερε τι ήταν χειρότερο: το ότι είχε ζήσει εκεί μέσα τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια ή το ότι η μάνα της το διατηρούσε ακόμα στην παλιά του «αίγλη»;
Κάθισε στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ και βύθισε το κεφάλι της στα χέρια της.
-Πες μου τι έγινε. τη ρώτησε με συμπάθεια η μάνα της, που τώρα είχε καθίσει απέναντί της
-Με χτύπησε... της απάντησε με σπασμένη φωνή.
-Αυτό το βλέπω. Γιατί; Τι έκανες πάλι; τη διέκοψε με ηρεμία η κυρία Νίκη, συνηθισμένη από τις υστερίες και τις υπερβολές της κόρης της.
Η Στέλλα δεν απάντησε.
-Που είναι τα παιδιά σου; συνέχισε με την ίδια ψυχραιμία η κυρία Νίκη.
-Έξω. Δεν ξέρω. Στο σχολείο, στην κυρία Ευρυδίκη... Δεν ξέρω...
- «Έξω. Δεν ξέρεις. Έξω.» Παρατάς το σπίτι και τα παιδιά σου, για το τίποτα. Τι μάνα είσαι εσύ; Αν γυρίσει ο προκομμένος και δε σε βρει εκεί, τι θα κάνει; Να σου πω εγώ τι θα κάνει θα σπάσει στο ξύλο κανένα απ' τα κουτσούβελα σου και θα τρέχουμε μετά. Η κυρία Νίκη είχε αρχίσει να χάνει λίγο λίγο την ψυχραιμία της.
-Και τι πρέπει να κάνω δηλαδή;
-Άντε πάλι. Ότι έκανα και εγώ. Ή μήπως τα ξέχασες, πως με ξυλοφόρτωνε και μένα ο πατέρας σου. Έφυγα ποτέ από το σπίτι μου; Σας άφησα ποτέ εσένα και την αδελφή σου μόνες σας, για να πάρω τους δρόμους;
-Και τι κατάφερες; Τι κατάφερες; Η Στέλλα σηκώθηκε και για πρώτη φορά κοίταξε τη μάνα της κατά πρόσωπο. Εκείνη την ανέκφραστη μάσκα που την είχε μεγαλώσει και της είχε μάθει πώς να υπομένει και να σωπαίνει, γιατί στο τέλος εκείνη έφταιγε και ήταν δική της ευθύνη και ο άντρας της και τα παιδιά της. Κοίτα με και πες μου πως είσαι περήφανη για την οικογένειά σου.
-Εγώ έκανα ότι καλύτερο μπορούσα για να σας μεγαλώσω. Δε θα ρίξεις τα δικά σου λάθη σε μένα. Άμα δε σ' αρέσει ο τρόπος που σε μεγάλωσα και νομίζεις ότι εσύ θα τα έκανες καλύτερα, τράβα. Τράβα, να δούμε τι θα κάνεις. Ξεκουμπίσου από το σπίτι μου και μη τολμήσεις να ξαναπατήσεις. Τ' ακούς; Εγώ δε θα σου κάνω πλάτες να διαλύσεις την οικογένειά σου. Τώρα πια η στωική κυρία Νίκη είχε ανεβάσει παλμούς και ένταση. Η Στέλλα είχε ήδη φτάσει στο κλιμακοστάσιο μέχρι να τελειώσει τη φράση της. Πρώτη φορά φώναξε στη μάνα της και πρώτη φορά άκουσε τη μάνα της να υψώνει τόσο τη φωνή της.
Έφτασε στο σπίτι της σε δυο λεπτά. Τώρα δεν την ενδιέφερε να δει ο κόσμος τις γρατσουνιές και τις κοκκινίλες στο πρόσωπο και τα χέρια της. Θα έπαιρνε λίγα ρούχα και όσες οικονομίες είχε κάνει τόσα χρόνια, θα έπαιρνε και τα παιδιά και θα έφευγε. Όρμηξε στο σπίτι. Ο Αντώνης ήταν εκεί.
Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με τη πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πρώτη φορά δεν είχε φύγει για το καφενείο αμέσως μετά... Εκείνος σηκώθηκε και την κοίταξε στα μάτια. Ήθελε να της μιλήσει. Ήξερε πως τον άφηνε. Είχε βρει άλλον. Και τώρα σε αυτόν είχε πάει.
Ήθελε να την πείσει πως οι δυο τους έχουν μια όμορφη οικογένεια και πως θα ήταν κρίμα να την καταστρέψει για επιπολαιότητες. Δεν θα το ξανάκανε, το εννοούσε. Η φωνή του ίσως της φάνηκε πως άρχισε να μοιάζει με μικρού παιδιού. Την ήξερε αυτή τη φωνή. Της ήταν ανησυχητικά οικεία. Ο Αντώνης, όμως, είχε τόσα να της πει... Ήθελε να την κάνει να καταλάβει πόσο άσχημο είναι να μιλάει η γειτονιά για τις γκομενοδουλειές της. Πως πρέπει να σκεφτεί λίγο παραπάνω τα παιδιά και τον ίδιο. Ήθελε να της τα εξηγήσει ήρεμα και πολιτισμένα. Αυτό και έκανε.
Η Στέλλα, όμως, άρχισε να φωνάζει, να ωρύεται. Προσπάθησε να την κάνει να σταματήσει. Ίσα που την άγγιξε στο πρόσωπο. Εκείνη παραπάτησε. Άπλωσε το χέρι της για να κρατηθεί από τον τοίχο. Δεν υπολόγισε καλά. Το κορμί της έμεινε μετέωρο για μερικές στιγμές, πριν προσγειωθεί στην κάσα της πόρτας. Τώρα που η Στέλλα είχε σταματήσει να φωνάζει και να αντιδρά, ο άντρας της μπορούσε να της εξηγήσει καλύτερα. Το πόδι του σταμάτησε την πορεία του σε κάποιο μαλακό σημείο. Ξανά και ξανά και ξανά...
Πόση ώρα είχε περάσει και με πόση έμφαση της μιλούσε; Η γυναίκα του συνέχιζε να μην αντιδρά, όταν τα παιδιά τους γύρισαν στο σπίτι και συνάντησαν πλήθος κόσμου, περιπολικά και ένα ασθενοφόρο έξω από την πόρτα τους. Η μαμά τους δεν ήταν εκεί. Ούτε ο μπαμπάς, ουτε η γιαγιά. Στα μάτια τους καθρεφτίστηκε το χαμόγελο μιας γυναίκας που είχε έρθει μπροστά τους. Τους συστήθηκε ως Χριστίνα. Την ακολούθησαν.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου