Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Λιοντάρια

        Το κρύο δεν την ενοχλούσε πια. Προτίμησε να βγει, να περπατήσει λίγο, παρά να κρυώνει μόνη της σε αυτό το σάπιο δωμάτιο που της είχε παραχωρήσει η «φιλάνθρωπος Εκκλησία». Δεν τη ενδιέφερε να ζητήσει φαγητό, παρόλο που είχε να κορέσει έστω στοιχειωδώς την πείνα της για μέρες. Τα υπόλοιπα πάθη της την είχαν εγκαταλείψει από καιρό. Τώρα πια δεν ζήλευε τους περαστικούς που κρατούσαν το τσιγάρο τους αναμμένο στο δρόμο, ούτε τις συντροφιές που σκότωναν την ώρα τους στις καφετέριες.
        Έκατσε στο παγκάκι της πλατείας, σφίγγοντας το μεταχειρισμένο παλτό της στο ύψος του στήθους και κοιτούσε. Τρία λιοντάρια, κοντά το ένα με το άλλο, ανέβλυζαν νερό από τα στόματά τους. Θυμήθηκε τη μοναδική συντροφιά που επιθυμούσε τόσα χρόνια τώρα. Σε εκείνο το μαγαζί, κάποτε καθόταν
το καλοκαίρι με την κόρη της και της αγόραζε το αγαπημένο της παγωτό. Ένιωσε μια ξεχασμένη θαλπωρή. Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα ο πόνος και η μοναξιά είχαν σφυρηλατήσει ένα ανέκφραστο πρόσωπο.
         Βρέθηκε να γονατίζει στο μικρό τοίχο που περιέβαλλε τα τρία λιοντάρια.Τα μάτια της είχαν σφαλίσει. Αδιαφορούσε αν κάποιος περαστικός την αντίκριζε με οίκτο. Οι αναμνήσεις έστηναν χωρό σιγά σιγά. Ο άντρας της, το παιδί της, τα αδέλφια της... Τι συνέβη; Πως έμεινε μόνη; Μια αντρική φωνή ακούστηκε. Για μια στιγμή την επανέφερε στο παγωμένο παρόν. Λάθος θα έκανε, δε θα ήταν για αυτή. Ένα χέρι την ακούμπησε στον ώμο. Γύρισε. Ένα νέο παιδί, που θα μπορούσε να είναι και εγγονός της, ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε, την κοιτούσε με ένα ανέλπιστα οικείο σκληρό ύφος. Τον ήξερε.
         Την είχε συλλάβει άλλες τέσσερις φορές στο παρελθόν. Του χαμογέλασε.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου